αμαξοδηγός

αμαξοδηγός
ο
1. οδηγός άμαξας, ή αμαξιού, αμαξηλάτης
2. οδηγός σιδηροδρομικής αμαξοστοιχίας, μηχανοδηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή άμαξι + οδηγός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”